- ομφαλοψυχισμός
- οη διδασκαλία τών ομφαλοψύχων, καθώς και η κατάσταση έκστασης στην οποία περιέπιπταν με την εντατική προσήλωση τού βλέμματός τους στον ομφαλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλόψυχος + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.